πρωτανδρία

πρωτανδρία
η, Ν
βιολ. τύπος διαδοχικού ερμαφροδιτισμού, κατά τον οποίο ο οργανισμός περνά από δύο διαδοχικές φάσεις, στην αρχή αρσενικού και κατόπιν θηλυκού ατόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protandry (< πρώτος + ανήρ, ανδρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • προτερανδρία — η, Ν βοτ. η πρωτανδρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proterandry < proterandrous (βλ. λ. προτέρανδρος)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”